ηδονιστικός

ηδονιστικός
-ή, -ό
1. ό,τι αναφέρεται στον ηδονισμό: Ηδονιστικές θεωρίες.
2. αυτός που προκαλεί ηδονή: Το βρίσκει ηδονιστικό να τα βάζει με τον εαυτό του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηδονιστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον ηδονισμό ή που προκαλεί ηδονή 2. φρ. «ηδονιστική αρχή» αρχή τής θεωρητικής οικονομικής, κατά την οποία αιτία και σκοπός κάθε οικονομικής δραστηριότητας είναι η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ικανοποίηση τών… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”