- ηδονιστικός
- -ή, -ό1. ό,τι αναφέρεται στον ηδονισμό: Ηδονιστικές θεωρίες.2. αυτός που προκαλεί ηδονή: Το βρίσκει ηδονιστικό να τα βάζει με τον εαυτό του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.